- λογοθέσιον
- λογοθέσιοςaccountantmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοθέσιον — λογοθέσιον, τὸ (AM) βλ. λογοθέσιος … Dictionary of Greek
λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… … Dictionary of Greek